- μαρμίτα
- η1) кастрюля (с плотно закрывающейся крышкой); 2) добавка, вторая порция (пищи)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μαρμίτα — η 1. μεγάλη μετάλλινη χύτρα μαγειρέματος με διπλό τοίχωμα και ερμητικό κάλυμμα 2. περίσσευμα φαγητού στο βάθος τής μαρμίτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. marmite «χύτρα, λέβητας»] … Dictionary of Greek